Το χέρι να σου κρατώ
(Καθισμένη στην αυλή του σπιτιού της. Ηλικιωμένη γυναίκα. Έχει βιώσει την οικογενειακή θαλπωρή, έχει δώσει αγάπη άπλετη, έχει πάρει αγάπη. Συντετριμμένη από το θάνατο του αγαπημένου της συντρόφου μονολογεί της ζωής τους σταθμούς, αντιμάχεται τον εαυτό της σε μια προσπάθεια να συνειδητοποιήσει την πραγματικότητα και να διανύσει μόνη τον υπολειπόμενο της ζωής της χρόνο διατηρώντας την αγάπη της ατόφια).
Έφυγες μου είπαν. Κι εγώ δεν ήξερα πως να αισθανθώ. Δεν ήξερα πως να αναπνεύσω. Χρόνια τώρα, δεκαετίες … μια στιγμή. Εσύ που μου κρατούσες το χέρι, βράχος στης ζωής τα εμπόδια, που μαζί κάναμε μια όμορφη οικογένεια πλασμένη με του κόσμου το πολυτιμότερο αγαθό, την αγάπη. Έφυγες. Για πού;
Σκέψη αραχνοΰφαντη τραγικά, λουσμένη με φόβο. Πώς θα είναι η μορφή σου όταν το φέρετρο θα περάσει την πόρτα του σπιτιού μας, όταν για τελευταία φορά θα περάσεις το κατώφλι που στέγασε όνειρα, λύπες, χαρές, που έντυσε ζωές ανθρώπων με την ευγένεια και την καλοσύνη της ψυχής σου;
Και τότε ήρθες... Ο τρόμος έγινε λαχτάρα, η ομορφιά σου παλικαρίσια σε ζωή και θάνατο, ψυχή μου. Ακίνητος, αγέλαστος, παγωμένος, τόσο μακριά μου, τόσο κοντά μου. Αγέρωχος, γαλήνιος, παραδομένος στης ζωής το αναπόφευκτο. Γίγαντας. Καλόκαρδος γίγαντας κλεισμένος στην αγκαλιά μου, πλημμυρισμένος με φιλιά και δάκρυα που ξεπλένουν και συνάμα λούζουν το άψυχο σώμα σου με τα διαμάντια της ζωής μας.
Ο αποχαιρετισμός σου έκανε τη γη κάτω από τα πόδια μου να τρέμει. Πριν περάσεις το κατώφλι του σπιτιού μας για στερνή φορά, ο ήχος της λύρας γέμισε το δωμάτιο κι ο κουμπάρος μας άρχισε να τραγουδά το δικό σου «Αντίο». Εμείς τριγύρω σου κι εσύ εκεί ακίνητος, ακλόνητος μέσα στην παγερή του θανάτου όψη μα την ίδια στιγμή γαλήνιος, πλημμυρισμένος από το φως της αγάπης.
«Ατό εμπόρεσα, ατό εποίκα», είπε ο κουμπάρος. Κι έφτασε η στιγμή να βγεις για πάντα από ένα μέρος που πάντα θα κατοικείς. Αντιθέσεις ζωής πλασμένες με ακανόνιστους χτύπους της καρδιάς. Κάποιες καρδούλες παύουν να χτυπούν, μα ο ήχος τους εμμένει να αιωρείται στον αέρα, σαν τραγούδι. Νότες αιωνιότητας.
Έφυγες. Το μυαλό αρνείται να χωνέψει την αλήθεια τούτη. Το γερασμένο μου κορμί, η πονεμένη μου καρδιά.
Χρόνια είχαμε να μοιραστούμε τη συζυγική κλίνη. Να απλώσεις το χέρι σου και να με τυλίξεις με την απαράμιλλη ζεστασιά σου.
Πάντα η ζωή τα φέρνει αλλιώς. Σε ξεγελά. Καθηλωμένος στο κρεβάτι σου, ανίκανος να κουνηθείς, ανίκανος να εκφράσεις με λόγια όσα τα μάτια σου μαρτυρούσαν ανά πάσα στιγμή. Φόβο, αγάπη, απελπισία, απόγνωση..
Με αναζητούσες με το βλέμμα σου σε κάθε γωνιά του μικρού μας σπιτιού. Έβλεπες πίσω από τους τοίχους. Εμένα. Τη σύντροφό σου.
Μια ζωή μαζί να υπομένουμε, να επιμένουμε, να χαμογελάμε, να απολαμβάνουμε ο ένας τη συντροφιά του άλλου.
Δεν ήξερα ότι είχα τη δύναμη να σηκώσω το βάρος μιας πραγματικότητας που διόλου δεν είχε περάσει από το μυαλό μου.
Πάντα είχες τη δύναμη που θαρρούσα μου έλειπε.
Να κοιτώ εκεί, στου δρόμου τη γωνιά. (Στρέφει το κεφάλι έξω από την αυλή προς το δρόμο. Το βλέμμα της μαρτυρά πως φαντάζεται τη μορφή του να βαδίζει σταθερά προς εκείνη). Σε βλέπω να έρχεσαι φορτωμένος με τις σακούλες από το σούπερ μάρκετ. Να κουβαλάς με χαμόγελο το βάρος της καθημερινότητας. Να είσαι έτοιμος να τρέξεις ανά πάσα στιγμή για να καλύψεις τις ανάγκες μας. Εσύ, ο γίγαντας της ζωής μας.
Και μια μέρα τα ζάρια τα έφεραν αλλιώς. Το μυαλό προδίδει συμπαρασύροντας το σώμα και τούμπαλιν.
Τότε εγώ μεταμορφώθηκα σε βράχο. Κι αν νομίζεις πως δεν έχεις τη δύναμη, γελιέσαι τελικά. Τη βρίσκεις. Την αντλείς από την αστείρευτη ελπίδα, την πηγάζουσα από την αγάπη ενέργεια, την πίστη ότι ο άνθρωπος σου θα είναι καλά αν του προσφέρεις το αδύνατο.
(Πικραμένη θαρρείς, σηκώνει το κεφάλι. Αναρωτιέται μετανιωμένη, προδομένη από τον ίδιο της το εαυτό, έχοντας παράλληλα την επίγνωση της ανθρώπινης φύσης).
Το αδύνατο; Κάποια πράγματα δεν είναι στο χέρι των ανθρώπων κι όμως αυτοί πασχίζουν να τα φέρουν στα μέτρα τους. Το θεωρητικά αδύνατο περικλείει και τη δική σου αδυναμία, προϊόν της ανθρώπινης φύσης. Αντίδραση στον αγώνα να εξασφαλίσεις τη δική σου επιβίωση.
Συγγνώμη, μάτια μου. Για όλες εκείνες τις φορές που παραγνώρισα του φόβου τα σημάδια, που ύψωσα τη φωνή για να πνίξω τους ήχους της δικής σου ανησυχίας που έψαχνε απελπισμένα τρόπο να εκφραστεί. Συγγνώμη, που πίστεψα -Ω Θεέ μου .. αλήθεια το πίστεψα και αλήθεια εύχομαι να ήταν εν μέρει αλήθεια- ότι η ανελλιπής φροντίδα η δική μου, των παιδιών μας σου απάλυνε τον πόνο, έδωσε φως στις σκιές, ξεδιάλυνε κάποιες στιγμές το θόλωμα του νου, έδωσε νόημα στις ημέρες της καθηλωτικής μοναξιάς σου.
Την τύχη δεν την αντιλαμβάνονται όλοι οι άνθρωποι το ίδιο ψυχή μου. Τυχερός είναι αυτός που έχει τόσα ώστε να δίνει το λιγοστό περίσσευμα, που χαμόγελα στους συνανθρώπους του και περιτριγυρίζεται από αγάπη. Άξιος σεβασμού μέχρι της ζωής τα σκοτεινά απομεσήμερα.
Τύχη είναι να πιάνεις με τα χέρια σου το ψωμί και να μένει στα χείλη σου η νοστιμιά, να έχεις στόμα που δεν ανοίγει άνευ λόγου και αιτίας.
Κι εγώ .. εγώ είμαι τυχερή που έζησα μια ζωή δίπλα σου. Δύσκολο να βρεις σύντροφό αληθινό, φάρο στης ζωής τα σκαμπανεβάσματα.
Τυχερός κι εσύ. Τυχεροί κι οι δυο μας.
Τέσσερα ξεχωριστά πλάσματα. Τέσσερα κορίτσια. Εγγόνια. Δισέγγονα. Της ζωής θαύματα. Φύλακες τα παιδιά μας. Δίπλα μας κάθε στιγμή. Σε κάθε βήμα της πορείας προς το αναπόφευκτο. Να προσπαθούν να κερδίσουν στην αρχή μερικά βήματά σου, να ξεκλέψουν, αργότερα, λέξεις σου, να αποκωδικοποιήσουν τα σήματα του κορμιού και του βλέμματος σου, να κάνουν το ακατόρθωτο για να είσαι «ο μπαμπάς τους».
Να πράξουμε το κατά δύναμη για να ξεγελάσουμε το χρόνο και να κερδίσουμε ένα χάδι, ένα βλέμμα, ένα φιλί.... ακόμα.
Ακόμα και στου θανάτου τα προεόρτια μια ματιά σου, ένα σφίξιμο του χεριού ήταν αρκετό για να αναζωπυρώσει την ελπίδα μέσα μας. Λίγο ακόμα. Λίγο ακόμα μαζί σου.
Μερικές φορές προαισθάνεσαι το τέλος μας δε θέλεις να το αποδεχθείς. Βλέπεις τα σημάδια. Τα αποδιώχνεις, τα πολεμάς. Προσπαθείς να διατηρήσεις αναμμένη της σπίθα της ζωής. Ξεχνάς πως ο κύκλος της ζωής είναι προδιαγεγραμμένος. Ξέρεις πως αυτός που αγαπάς υποφέρει. Τον παρατηρείς. Ψάχνεις απεγνωσμένα σημάδια εκείνης της εκδοχής του που έχει ήδη περάσει σε μια άλλη διάσταση. Και μέσα στον παροξυσμό της λύπης και την ελπίδα του –λίγο ακόμα- σου διαφεύγουν καίρια πράγματα. Η ματαιότητα της ανθρώπινης ύπαρξης περικλείει πάντα την ελπίδα της αέναης συνέχειας. Ό,τι υπήρξε, αγαπήθηκε, γιόρτασε τη ζωή δε χάνεται. Μικρά κομμάτια του συνεχίζουν να ζουν στα μέρη που περπάτησε, στους ανθρώπους που αγάπησε. Τα κομμάτια αυτά λάμπουν κάθε φορά που η μνήμη πάλλεται και εικόνες ξεθωριασμένες παίρνουν σάρκα και οστά στου μυαλού την οθόνη, στης ψυχής το θλιμμένο πρελούδιο. Η ματαιότητα, λοιπόν, της κάθε ύπαρξης είναι και πάλι αυτή που πρέπει να χτυπήσει δυνατά το καμπανάκι υπενθύμισης. Οι άνθρωποι εκείνοι που θα μείνουν πίσω, οι φροντιστές της ζωής, εκείνοι που θα έρθουν αντιμέτωποι με τη φθορά, την προηγηθείσα του θανάτου, εκείνοι που θα θρηνήσουν μικρές απώλειες του πολεμιστή γνωρίζοντας ότι κάθε επόμενη φορά θα πλησιάζει η ήττα.. Οι άνθρωποι εκείνοι δε χάνουν μόνο τον πολεμιστή τους, είναι οι ίδιοι πολεμιστές και χάνουν κομμάτια του εαυτού τους, διακινδυνεύοντας τον ίδιο τους τον εαυτό. Για να δώσεις τα μέγιστα πρέπει να τα έχεις χαρίσει πρώτα, να τα έχεις προσφέρει απλόχερα σε εσένα. Μα όταν ο άνθρωπος σου υποφέρει, όταν χάνεται σε μονοπάτια ανεξερεύνητα η ισορροπία διαταράσσεται. Υπάρχουν στιγμές που η κούραση του κορμιού σε παραλύει, μα το ξεθώριασμα της ψυχής είναι αυτό που αγριεύει τη θύελλα μέσα σου. Σε μεταμορφώνει –άθελα σου- σε θηρίο, ανίκανο να αυτοπροσδιορισθεί. Μια πάλη ανάμεσα σε όσα εύχεσαι να είναι, σε όσα έτυχαν, σε όσα το μυαλό προσπαθεί να αντέξει. Μια μάχη για εκείνον, μια μάχη για εσένα. Η μάχη η δική του είναι μάχη δική σου κι όταν η αυλαία για εκείνον πέσει, εσύ θα συνεχίσεις να παλεύεις. Να παλεύεις με τη μνήμη, με την απουσία, με τα σημάδια της παρουσίας, με τον ίδιο σου τον εαυτό, ακόμα και με εκείνη, την αγάπη.
(Κοίτα εμπρός. Με θάρρος και σοφία. Εκείνη τη σοφία που ντύνεται με ένα πέπλο χαρμολύπης κι αποπνέει τη σιγουριά της μειλίχιας δύναμης του φορτίου των χρόνων που πέρασαν).
Σε έθαψα. Κι έθαψα ένα κομμάτι του εαυτού μου. Το πιο μεγάλο, το πιο ακέραιο. Κι αν μπορούσα να σου κρατήσω το χέρι και να φύγω μαζί σου θα το έκανα. Θα φεύγαμε μαζί, όπως ευχήθηκες κάποτε.
Να φεύγαμε μαζί κρατώντας ο ένας το χέρι του άλλου με ένα σ αγαπώ, στου κρεβατιού μας την άκρη. Μα η ζωή τα είχε αλλιώς κανονισμένα..
Το είπε ο ποιητής «καθένας μοναχός πορεύεται στη δόξα και στο θάνατο».
Είσαι εδώ κάθε στιγμή. Σε κάθε γωνιά του σπιτιού, σε κάθε άψυχο αντικείμενο.
Το μνήμα σου δίπλα (Κοιτά αντίκρυ στα νεκροταφεία) κι εγώ δεν μπορώ να σε επισκέπτομαι καθημερινά, όπως λαχταρώ. Το σώμα μου δε συμβαδίζει με τη θέληση της ψυχής.
Σου μιλώ, δεν απαντάς. Σου εξιστορώ τις ομορφιές της ζωής μας. Σου λέω για εκείνη την ταμπέλα που έφερε η αγαπημένη σου εγγονή. "Το σπίτι της αγάπης" οικογένεια δική σου και δική μου. Γιατί η ζωή σου όπως και ο θάνατος σου πλημμύρισαν την καρδιά της αγάπη, φώτισαν τη ζωή όσων σε γνώρισαν με αγάπη. Γιατί η αγάπη δε θέλει πολλά. Ανθίζει με την απλότητα, την ευγένεια, την παλικαριά, την καλοσύνη της ψυχής, ψυχή μου.
Θα σε συναντήσω σύντομα. Μα αυτό το σύντομα ελπίζω να είναι αργά.
Το δικό μου το αργά βλέπεις συμβαδίζει με τους όρους της ηλικίας μας.
Σου υπόσχομαι να δω όσα μπορώ, να δώσω ότι απέμεινε στα διαμάντια της ζωής μας, να κλείσω με φως τον κύκλο που μαζί ανοίξαμε για να συνεχίσει να οδεύει προς των άστρων τη μαγική οδό, εκείνη που υπολογίζει και δεν αγνοεί βάσανα ανθρώπων, που ελπίζει σε όνειρα και κατακτά βουνά.
Στο υπόσχομαι γιατί ξέρω πως αυτή θα ήταν τελικά η επιθυμία σου. Να ζήσω για εσένα. Να δώσω για εσένα. Να αγκαλιάσω για εσένα. Κι όταν έρθει η ώρα να πετάξω στο νεφέλωμα, να μου απλώσεις το χέρι, να σε κρατήσω, να το σφίξεις γερά, να φιληθούμε και να κοιτάξουμε περήφανοι τον κόσμο από ψηλά.
(Σηκώνεται όρθια. Κοίτα τον ουρανό με δάκρυα στα μάτια).
Σε βλέπω εκεί ψηλά. Να χορεύεις. Τα πόδια σου, τα γλυκά σου ποδαράκια που δε σήκωναν το βάρος του κακού να πετούν, όπως άλλοτε, στης λύρας το ρυθμό. Αντρίκια, χωρίς περιττές κινήσεις, με ανάστημα λιονταριού που μια μέρα του Μαγιού έφυγε σιωπηλά. Μαγιάτικο πένθιμο στεφάνι. Δάκρυα και φιλιά αποχαιρετισμού. Άστρο στον ουρανό της καρδιάς μου.
Σ' αγαπώ τσικάρι μου.
Σου κρατώ το χέρι. Τότε, τώρα και πάντα.
(Κάθεται ξανά. Κοίτα προς το μνήμα. Με αγάπη, πόνο, νοσταλγία)
Ψυχή μου, πολλά αγαπώ σε.
Αφιερωμένο σε εκείνους που αγαπούν με κάθε τρόπο που η ψυχή μπορεί να αντέξει.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου